πλοήγηση — η το έργο του πλοηγού, η οδήγηση πλοίου σε επικίνδυνες ακτές ή από στενά θαλασσινά περάσματα, αλλιώς πλοηγία, πιλοτάρισμα: Η πλοήγηση στον ισθμό της Κορίνθου είναι έργο δύσκολο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροπλοΐα — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται στην κατασκευή και τον χειρισμό των αεροπλοίων, κατασκευών που πλέουν στον αέρα εξαιτίας της άνωσης που δέχεται η εγκλεισμένη ποσότητα αερίου (ηλίου, υδρογόνου, κλπ.). Οι πρώτες πτήσεις αεροστάτων έγιναν το … Dictionary of Greek
Clítor — Κλείτωρ Clítor Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos Idioma g … Wikipedia Español
Хортон, Джордж — Джордж Хортон (англ. George Horton, 11 октября 1859 г. 1936 г.) американский дипломат, писатель и поэт, критик ислама. Стиль этой статьи неэнциклопедичен или нарушает нормы русского языка. Статью следует испр … Википедия
ελικόπτερο — Εναέριο όχημα του οποίου η στήριξη και η πρόωση παράγονται από μία ή περισσότερες μεγάλες έλικες μεταβλητού βήματος, που κινούνται από ενδοθερμικούς κινητήρες. Ο άξονας περιστροφής των ελίκων είναι κάθετος ή περίπου κάθετος και, ανάλογα με την… … Dictionary of Greek
μπάντα — Συγκρότημα πνευστών και κρουστών μουσικών οργάνων, προορισμένο για εμφανίσεις στο ύπαιθρο. Από την αρχαιότητα ο ήχος των αυλών, των σαλπίγγων και των κεράτων είχε ως λειτουργία να αναπτερώνει το ηθικό των στρατιωτών και να συνοδεύει τα τραγούδια… … Dictionary of Greek
περισκόπιο — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για πολεμικούς σκοπούς, που επιτρέπει σε ένα παρατηρητή που βρίσκεται χαμηλότερα από τον αντικειμενικό, να εξερευνά το εξωτερικό περιβάλλον. Τους πρώτους τύπους π. επινόησαν μελετητές διάφορων χωρών… … Dictionary of Greek
πιλότος — ο, Ν 1. ο πλοηγός 2. ο χειριστής αεροσκάφους 3. κοινή ονομασία τού ακανθοπτερύγιου ψαριού ναυκράτης 4. φρ. «αυτόματος πιλότος» διάταξη που χρησιμοποιείται για την αυτόματη πλοήγηση τών αεροσκαφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piloto < παλαιότ. αμάρτυρο … Dictionary of Greek
πλοηγία — η, Ν [πλοηγός] ναυτ. 1. οδήγηση πλοίου δίπλα στις ακτές, σε λιμάνια, ή σε στενές διόδους, πλοήγηση 2. γνώση τής ναυσιπλοΐας που γίνεται κοντά στις ακτές, η ακτοπλοΐα … Dictionary of Greek
πλοηγικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλοηγία ή στον πλοηγό 2. φρ. α) «πλοηγικά δικαιώματα» η χρηματική αποζημίωση που καταβάλλουν τα πλοία ὁταν χρησιμοποιούν πλοηγό, αποζημίωση που καταβάλλεται τόσο από τα πλοία που είναι υποχρεωμένα να… … Dictionary of Greek