πλοήγηση

πλοήγηση
η, Ν [πλοηγώ]
1. η διακυβέρνηση ενός πλοίου κατά την είσοδο και αγκυροβολία του στο λιμάνι, κατά την έξοδό του από αυτό ή κατά τον διάπλου πορθμών, διωρύγων και διαύλων, ενέργεια που γίνεται ή από τον πλοίαρχο, όταν πρόκειται για σχετικώς μικρά σκάφη, οπότε αυτός βρίσκεται στη γέφυρα και διευθύνει τους χειρισμούς, ή γίνεται από πλοηγό, εφ' όσον υπάρχει στο λιμάνι ή στον δίαυλο πλοηγικός σταθμός, οπότε και πάλι ο πλοίαρχος εξακολουθεί να φέρει εξ ολοκλήρου την ευθύνη τής διακυβέρνησης τού πλοίου
2. (αθλητ.) μορφή αγωνιστικού παιχνιδιού που διεξάγεται με αυτοκίνητα στα οποία επιβαίνουν ο οδηγός, ο πλοηγός και, πιθανώς, ένα ή δύο μέλη ως πλήρωμα, και σύμφωνα με το οποίο κατά την εκκίνηση οι επιβαίνοντες δεν γνωρίζουν τον προορισμό τους αλλά παίρνουν από τους οργανωτές σφραγισμένους φακέλους, τούς ανοίγουν σε προκαθορισμένα σημεία και ακολουθούν τις οδηγίες, βασιζόμενοι συνήθως στη χρήση χαρτών και διαγραμμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλοήγηση — η το έργο του πλοηγού, η οδήγηση πλοίου σε επικίνδυνες ακτές ή από στενά θαλασσινά περάσματα, αλλιώς πλοηγία, πιλοτάρισμα: Η πλοήγηση στον ισθμό της Κορίνθου είναι έργο δύσκολο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεροπλοΐα — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται στην κατασκευή και τον χειρισμό των αεροπλοίων, κατασκευών που πλέουν στον αέρα εξαιτίας της άνωσης που δέχεται η εγκλεισμένη ποσότητα αερίου (ηλίου, υδρογόνου, κλπ.). Οι πρώτες πτήσεις αεροστάτων έγιναν το …   Dictionary of Greek

  • Clítor — Κλείτωρ Clítor Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos Idioma g …   Wikipedia Español

  • Хортон, Джордж — Джордж Хортон (англ. George Horton, 11 октября 1859 г. 1936 г.) американский дипломат, писатель и поэт, критик ислама. Стиль этой статьи неэнциклопедичен или нарушает нормы русского языка. Статью следует испр …   Википедия

  • ελικόπτερο — Εναέριο όχημα του οποίου η στήριξη και η πρόωση παράγονται από μία ή περισσότερες μεγάλες έλικες μεταβλητού βήματος, που κινούνται από ενδοθερμικούς κινητήρες. Ο άξονας περιστροφής των ελίκων είναι κάθετος ή περίπου κάθετος και, ανάλογα με την… …   Dictionary of Greek

  • μπάντα — Συγκρότημα πνευστών και κρουστών μουσικών οργάνων, προορισμένο για εμφανίσεις στο ύπαιθρο. Από την αρχαιότητα ο ήχος των αυλών, των σαλπίγγων και των κεράτων είχε ως λειτουργία να αναπτερώνει το ηθικό των στρατιωτών και να συνοδεύει τα τραγούδια… …   Dictionary of Greek

  • περισκόπιο — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για πολεμικούς σκοπούς, που επιτρέπει σε ένα παρατηρητή που βρίσκεται χαμηλότερα από τον αντικειμενικό, να εξερευνά το εξωτερικό περιβάλλον. Τους πρώτους τύπους π. επινόησαν μελετητές διάφορων χωρών… …   Dictionary of Greek

  • πιλότος — ο, Ν 1. ο πλοηγός 2. ο χειριστής αεροσκάφους 3. κοινή ονομασία τού ακανθοπτερύγιου ψαριού ναυκράτης 4. φρ. «αυτόματος πιλότος» διάταξη που χρησιμοποιείται για την αυτόματη πλοήγηση τών αεροσκαφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piloto < παλαιότ. αμάρτυρο …   Dictionary of Greek

  • πλοηγία — η, Ν [πλοηγός] ναυτ. 1. οδήγηση πλοίου δίπλα στις ακτές, σε λιμάνια, ή σε στενές διόδους, πλοήγηση 2. γνώση τής ναυσιπλοΐας που γίνεται κοντά στις ακτές, η ακτοπλοΐα …   Dictionary of Greek

  • πλοηγικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλοηγία ή στον πλοηγό 2. φρ. α) «πλοηγικά δικαιώματα» η χρηματική αποζημίωση που καταβάλλουν τα πλοία ὁταν χρησιμοποιούν πλοηγό, αποζημίωση που καταβάλλεται τόσο από τα πλοία που είναι υποχρεωμένα να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”